κάτεργο — Εμπορικό, πολεμικό ή πειρατικό ιστιοφόρο πλοίο. Έπλεε με δύο ή τρεις σειρές από κουπιά. Στην Ελλάδα, το κ. ταυτίστηκε με τη γαλέρα. Αργότερα με τη λέξη κ. χαρακτηρίζονταν τα παροπλισμένα μεγάλα πλοία, τα οποία ήταν αγκυροβολημένα σε ναυστάθμους… … Dictionary of Greek
κάτεργος — ο (AM κάτεργος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) το κάτεργο i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο πλοίο, το οποίο χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων ii) κάθε πολεμικό πλοίο, γαλέρα και γενικὼς μεγάλο πλοίο β) φρ. i) «καταδίκη σε κάτεργα» βαριά… … Dictionary of Greek
κατεργάρης — ο, θηλ. κατεργάρα και άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ κατεργάριος και κατεργάρης) πανούργος, δόλιος, παμπόνηρος νεοελλ. 1. (με θωπευτική σημ.) ευφυής, έξυπνος («είδες πώς τά κατάφερε ο κατεργάρης») 2. παροιμ. φρ. «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του»… … Dictionary of Greek
Γουιάνα, Γαλλική — Επίσημη ονομασία: Γαλλική Γουϊάνα Έκταση: 91.000 τ. χλμ. Πληθυσμός 182.333 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΚαγένΥπερπόντιο διαμέρισμα της Γαλλίας, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή της Νότιας Αμερικής. Η συνολική έκταση είναι 91.000 τ. χλμ. και ο… … Dictionary of Greek
Folegandros — Gemeinde Folegandros Δήμος Φολεγάνδρου (Φολέγανδρος) … Deutsch Wikipedia
Paxi — Gemeinde Paxi Δήμος Παξών (Παξοί) … Deutsch Wikipedia
Pholegandros — Gemeinde Folegandros Κοινότητα Φολεγάνδρου (Φολέγανδρος) DEC … Deutsch Wikipedia
καραβοκάτεργο(ν) — καραβοκάτεργο(ν), τὸ (Μ) είδος ιστιοφόρου με κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κάτεργο] … Dictionary of Greek
Αθανασιάδης, Τάσος — (Σαλιχλί Μικράς Ασίας 1913 – 1994). Λογοτέχνης. Επιδόθηκε κυρίως στη συγγραφή μυθιστορημάτων και διηγημάτων και βραβεύτηκε επανειλημμένα για το έργο του (κρατικά βραβεία λογοτεχνίας και βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών). Ακόμα, υπήρξε αξιόλογος… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… … Dictionary of Greek